- λαομίσητος
- -η, -οαυτός που είναι μισητός στο λαό: Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ υπήρξε λαομίσητος βασιλιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαομίσητος — η, ο ο μισητός στον λαό («λαομίσητη δυναστεία») … Dictionary of Greek
δημεχθής — δημεχθής, ές (Α) λαομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εχθής < έχθος] … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek